κίτρο — το ο καρπός του δέντρου κιτριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορτοκαλιά — (κίτρο το σινικό ή αουράντιο). Δέντρο της οικογένειας των ρουτιδών (υποοικογένεια νεραντζιών ή αουραντίων). Ο καρπός του, το πορτοκάλι, έχει σάρκα περισσότερο ή λιγότερο υδαρή, γλυκόξινη, και φλοιό κιτρινο πορτοκαλί έως έντονα κόκκινο, ανάλογα με … Dictionary of Greek
περγαμόντο ή περγαμότο — (Κίτρο η μπεργκαμία). Εσπεριδοειδές της οικογένειας των Ρουτιδών (δικοτυλήδονα). Καλλιεργείται σποραδικά στην Ελλάδα και ιδίως στη Χίο και στη Σύρο. Ο φλοιός του καρπού του χρησιμοποιείται για παρασκευή εξαιρετικού γλυκού του κουταλιού,… … Dictionary of Greek
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
κιτριά — Εσπεριδοειδές φυτό της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο κατάγεται από την Ινδία. Η επιστημονική του ονομασία είναι κίτρο το μηδικό. Ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες, όπως αναφέρει ο Θεόφραστος, και ο καρπός του, το κίτρο,… … Dictionary of Greek
κιτρικός — ή, ό [κίτρο(ν)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κίτρο ή, γενικά, στα εσπεριδοειδή ή αυτός που προέρχεται από κίτρο 2. φρ. χημ. «κιτρικό οξύ» άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο υδροξυοξύ, γνωστό και με τη συστηματική ονομασία 3 καρβοξυ 3 υδροξυ … Dictionary of Greek
κίτριο — το (AM κίτριον) 1. το φυτό κιτριά 2. ο καρπός τής κιτριάς, το κίτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. citrium. Βλ. και λ. κίτρο(ν)] … Dictionary of Greek
φράπα — (citrus lumia). Κοινή ονομασία του φυτού κίτρο η δεκουμάνα. Ανήκει στην οικογένεια των ρουτιδών της τάξης των τερεβινθωδών, και όπως υποστηρίζουν πολλοί, κατάγεται από τις Αντίλλες. Η σάρκα της φ., ανάλογα με την ποικιλία, είναι κίτρινη, ροζ ή… … Dictionary of Greek
γκρέιπ φρουτ — (grape fruit). Φυτό εσπεριδοειδές της οικογένειας των ρουτιδών που καλλιεργείται πολύ στις ΗΠΑ. Oνομάζεται επίσης βοτρυόκαρπος. Είναι δέντρο με αρκετά πολύχρονη ανάπτυξη και μέτριες διαστάσεις. Οι καρποί του είναι σφαιρικοί, ελαφρά πεπιεσμένοι… … Dictionary of Greek
αντισηψία — Το σύνολο των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για να καταστραφούν μικρόβια που προϋπάρχουν στους ζωντανούς οργανισμούς και προκαλούν τις μολύνσεις. Στη χειρουργική, η α. χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με την προστατευτική μέθοδο της ασηψίας, που… … Dictionary of Greek